ἀναχωρητῇ

ἀναχωρητῇ
ἀναχωρητής
one who has retired from the world
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • анахоре́т — а, м. книжн. устар. Пустынник, отшельник. || устар. О человеке, живущем в уединении, избегающем общества. И забытый шумным светом, И почти забывши свет, Молодым анахоретом Поживает ваш поэт. Вяземский, К Кокошкину и Мерзлякову. Если я пишу, я… …   Малый академический словарь

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Παλαμάς — I (Κωνσταντινούπολη 1296 – Θεσσαλονίκη 1359). Θεολόγος. Υπήρξε ηγέτης του μυστικιστικού κινήματος του ησυχασμού και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει κοντά στον διάσημο φιλόσοφο… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρητικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον αναχωρητή: Οι αναχωρητικές τάσεις στο χριστιανισμό άρχισαν να παρουσιάζονται μετά τον 3ο αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”